ἀμίαντος

ἀμίαντος
ἀμίαντος, ον,
A undefiled, pure,

ὕδωρ Thgn.447

;

φάος Pi.Fr.142

;

αἰθήρ B.3.86

; A.Pers.578 calls the sea ἡ ἀμίαντος; ἀ. τοῦ ἀνοσίου πέρι free from stain of ungodliness, Pl.Lg.777d;

περὶ τῶν ὁσιωτάτων Epicur.Nat.15.34

;

γάμοι οἱ ἀ. Epigr.Gr.204.13

([place name] Cnidos), cf. Ep.Hebr. 13.4;

τόπος LXX 2 Ma.15.34

;

κληρονομία 1 Ep.Pet.1.4

.
2 not to be defiled, D.H.2.75.
II

ὁ ἀ. λίθος

asbestos,

Arist.Fr.495

, Dsc. 5.138, Plin.HN36.139.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀμίαντος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίαντος — undefiled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμίαντος — (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή. * * * (I) η, ο (Α ἀμίαντος, ον) 1. αυτός που δεν μιάνθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • αμίαντος — η, ο αμόλυντος, αγνός: Και τις εκκλησίες ακόμη οι εισβολείς δεν τις άφησαν αμίαντες. αμίαντος, ο και αμίαντο, το ορυκτό ινώδες, άφλεκτο· χρησιμοποιείται και ως πυρίμαχο υλικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμιάντως — ἀμίαντος undefiled adverbial ἀμίαντος undefiled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίαντον — ἀμίαντος undefiled masc/fem acc sg ἀμίαντος undefiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμιάντοις — Ἀμίαντος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιάντοις — ἀμίαντος undefiled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμιάντου — Ἀμίαντος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιάντου — ἀμίαντος undefiled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμιάντους — Ἀμίαντος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”